< ἀνισοπαχής
ἀνισόπλευρος >
ἀνισοπλατής
,
-ές
desigual en anchura
τὰ παράλληλα ... ἀνισοπλατῆ φαίνεται
Euc.
Opt
.6,
χωρίον
Hero
Geom
.328.3.