< ἀνῑσάριον
ἀνισᾶτον >
ἀνισασμός
,
-οῦ, ὁ
igualación
ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν
Eust.42.6.