< ἀνίκλιον
ἀνίκμαντος >
ἀνικμάζω
1
chupar
ἰόν
Sch.Nic.
Al
.524.
2
en v. med.-pas.
evaporarse
μετὰ τὸ τὰς δρόσους ἀνικμασθῆναι
Dsc.4.64.