< ἀνικανότης
ἀνῐκέτευτος >
ἀνικεί
adv.
sin victoria
τὸν μέντοι στέφανον τὸν τῶν κιθαρῳδῶν ἀνικεὶ ἔλαβε
D.C.61.21.2.