ἀνικανέω


sent. dud. ser insuficiente ἐπεὶ οὖν, κύριε, ἠνικ[άνησαν ...] ἀγνο[ήσαντες] ἐκ[εῖνοι] τὴν τῆς κλήσεως τακ[τὴν ἡμέραν SB 9066.2.23 (II d.C.).