< ἀνιέρωσις
ἀνιερωτέον >
ἀνιερωστί
adv.
impía
,
sacrílegamente
τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ' ἀνθρώπους μυστήρια ἀ. μυεῦνται
Heraclit.B 14.