< ἄνιδρος
ἀνίδρῡτος >
ἀνιδρόω
medic.
hacer sudar
τὰ φρικάσαντα καὶ ἀνιδρώσαντα κρισίμως ... αἱμορραγήσειν οἴομαι
Hp.
Coac
.24.