< ἀνίδιος
ἀνιδίω >
ἀνιδιτί
adv.
sin sudor
,
sin esfuerzo
ἡ μὲν ἐπὶ τὴν κακότητα ὁδὸς λεία καὶ ἀ. παρέχει πορεύεσθαι
Pl.
Lg
.718e, cf. Hsch.