< Ἀνθώ
ἀνθωροσκοπέω >
ἀνθώδης
,
-ες
1
coloreado
οὔτε ἀνθῶδες οὔτε δίχρουν
Thphr.
HP
1.13.1.
2
florido
τόπος
Sch.Nic.
Th
.440.