ἀνθήλη, -ης, ἡ
1 penacho o cabeza del junco
φύει τὴν ἀνθήληνPhan.37, cf. Thphr.HP 4.10.4, Dsc.1.85, PUniv.Giss.12.6, 13.4 (I d.C.).
2
ἀνθήλη· πώγων [ἢ περιδέρμα]Hsch.
φύει τὴν ἀνθήληνPhan.37, cf. Thphr.HP 4.10.4, Dsc.1.85, PUniv.Giss.12.6, 13.4 (I d.C.).
ἀνθήλη· πώγων [ἢ περιδέρμα]Hsch.