< Ἀνθηδών
Ἀνθηΐς >
ἀνθήεις
,
-εσσα, -εν
1
florecido
ἄκανθος
Nic.
Th
.645.
2
de color encendido
βασιλίσκος
Marc.Sid.26 (ap. crít.),
σάλπη
Marc.Sid.30,
κίστος
Ruf. en Gal.12.425.