ἀνθάπτομαι
• Alolema(s): jón. ἀντ- Hdt.3.137, 7.138


I c. suj. y compl. pers. o cosa en gen.

1 agarrarse a su vez οἱ Πέρσαι ... ἅπτοντο αὐτοῦ ... οἱ δὲ ἀντάπτοντο Hdt.3.137, ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγώ E.Hec.275
alcanzar τερμόνων E.Med.1182.

2 requerir, prendarse εἰ δὲ τίς κα ἀνθάπτηται Ἀγαθαμερίδος GDI 1918.12, cf. 1778.5 (Delfos II a.C.).

II fig., c. suj. pers. y compl. abstr. en gen.

1 participar, dedicarse a ἀντάπτεσθαι τοῦ πολέμου Hdt.7.138, τῶν πραγμάτων Th.8.97, αὐτῆς (λογιστικῆς) Pl.R.525c.

2 atacar, criticar τῆς μισθοφορᾶς οὐκ ἐντελοῦς οὔσης μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (Ἀστύοχος) Th.8.50.

III c. suj. abstr. y compl. de parte del cuerpo en gen. afectar, fijarse a del dolor, la pena σπαραγμὸς πλευμόνων S.Tr.778, ξυμφορὰ ... φρενῶν E.Med.55
c. suj. pers. atacar, herir πλευμόνων τ' ἀνθάψεται Ταρτησσία μύραινα Ar.Ra.474
causar dolor καρδίας E.Med.1360.