ἀνθυφαιρέω
descontar, deducir
ἀνθυφελοῦμεν ἀεὶ τὸν ἐλάττονα ἀπὸ τοῦ μείζονοςIambl.in Nic.p.28, cf. PLond.1994.164 (III a.C.)
•en v. pas.
ἀνθυφαιρεθέντος τοῦ μισθοῦIG 42.98.8 (III a.C.), cf. PLond.1995.333 (III a.C.),
τῶν τριῶν (minutos) ἀνθυφαιρουμένων ὑπὸ τῆς τοῦ λοξοῦ κύκλου τῆς σελήνης εἰς τἀναντία κινήσεωςProcl.Hyp.4.12, cf. Porph.in Ptol.194,
ἀνθυφαιρεθήσεται ἀπὸ τῆς συντιμήσεωςLXX Le.27.18,
καὶ δῆλον ὅτι (ἡ ἡμέρα ἐμβόλιμος) ἀνθυφῃρέθη αὖθιςD.C.48.33.4
•mat. sustraer alternativamente dos magnitudes para hallar el máximo denominador común, Eucl.10.2, 3, Heph.Astr.2.1.5.