< ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι >
ἀνθυπήχησις
,
-εως, ἡ
eco
τῆς λύρα]ς
PBerol
.inv.13426.ue.18 en Gercke-Norden
Einl.in die Altertumsw
.1(9), p.42, Berlin
3
1927 (T).