< ἀνθυπαντάω
ἀνθυπατεία >
ἀνθυπάρχω
oponerse a su vez
τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν
Plu.2.960c.