ἀνθυποφέρω
I
εἶτ' ἀνθυποφέρει καὶ παρ' ἕκαστον ἀγανακτεῖ καὶ τὸ δεινὸν αὔξειD.H.Dem.54, cf. Sch.Hes.Th.93, Hermog.Inu.4.14 (p.211), S.E.M.7.440
•en v. med. c. dat. usar una palabra o frase para contestar
αἱ ἀνθυποφερόμεναι τοῖς πύσμασινA.D.Pron.24.17, cf. Synt.73.6.
2 acusar c. ac.
οὔτε κατὰ πρᾶξιν ἀνθυποφέρείν ὑμᾶς δυνατὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῷ δημιουργῷni según su actuación podéis acusar de pecado al creador Ath.Al.M.26.1124B
•hablar contra
τὸν τῶν ὑπεναντίων ἀνθυποφέρων λόγονGr.Nyss.Tres dei 47.1, cf. Basil.M.32.616C.
II
τῆς κακίας ... πρὸς τοὐναντίον ἀνθυποφερούσηςPlu.2.76d, cf. 939a.
2 fig. ofrecer en vez de
ἀνθυπενεγκὼν δὲ ἑαυτὸν πρὸς τὴν ἐκείνου μετάνοιανIust.Phil.M.6.1185C.