< ἀνθυπόρυξις
ἀνθυπόστασις >
ἀνθυπορύσσω
contraminar
ἀ. καὶ ἀντιοῦσθαι καὶ ἐμπιμπράναι τὸ ἐν τῷ ὀρύγματι μαχόμενον
Aen.Tact.37.5, cf. Polyaen.6.17.