< ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογισμός >
ἀνθυπολογίζομαι
cargar en cuenta deudora
,
deducir
τὸ γινόμενον φόρετρον
PPetr
.2.39.g.6 (III a.C.), cf. 3.53f.6.