< ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυπόδεικτος >
ἀνθυποβάλλω
1
refutar
c. dat.
αὐτῷ
Aeschin.3.209.
2
sustituir con fraude
ζυγὸν ἄδικον
Ph.2.630.