< ἀνθύπατος
ἀνθύπειξις >
ἀνθυπείκω
ceder a su vez
c. dat.
τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν
Plu.
Cor
.18, cf. D.C.45.8.2
•
abs. Plu.2.485b, 487b, 488a.