< ἀνθυλλοπρατικὴ τέχνη
ἀνθυλο- >
ἀνθυλλοπράτισσα
,
-ας, ἡ
• Grafía:
graf. ἀνθυλο-
florista
,
PMasp
.156.5 (VI d.C.).