ἀνθρᾰκόω
1 carbonizar
κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένοςA.Pr.372,
δαλὸς ἠνθρακωμένοςE.Cyc.614, cf. Thphr.Lap.12, Ph.2.564.
2 en v. med., medic. ulcerarse, llenarse de pústulas malignas los ojos, Aët.7.2.
κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένοςA.Pr.372,
δαλὸς ἠνθρακωμένοςE.Cyc.614, cf. Thphr.Lap.12, Ph.2.564.