ἀνθράκωσις, -εως, ἡ
1 medic. úlcera maligna gener. en los ojos
ἡ ἀ. ... ἕλκος ἐστὶν ἐσχαρῶδεςPaul.Aeg.3.22.26.
2 medic. carbunclo Gal.14.777.
3 carbonización
χαμαιλέοντι κεκαυμένῳ ... ἄχρι ἀνθρακώσεωςDsc.Eup.1.49.
ἡ ἀ. ... ἕλκος ἐστὶν ἐσχαρῶδεςPaul.Aeg.3.22.26.
χαμαιλέοντι κεκαυμένῳ ... ἄχρι ἀνθρακώσεωςDsc.Eup.1.49.