ἀνθράκωμα, -ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón
καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματοςDsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.
καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματοςDsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.