< ἀνθρωποσφαγία
ἀνθρωπότερον >
ἀνθρωπόσχημος
,
-ον
de modo humano
,
a guisa de hombre
ἀνθρωπόσχημον τὸ Θεῖον αἱ θεῖαι Γραφαὶ καταγγέλλουσιν
Ath.Al.M.28.476D.