< ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρ >
ἀνθρωποφυϊκός
,
-ή, -όν
de naturaleza humana
πῶς ὁ ὑπερούσιος Ἰησοῦς ἀνθρωποφυϊκαῖς ἀληθείαις οὐσίωται
Dion.Ar.
Myst
.M.3.1033A.