< ἀνθρακῖτις
ἀνθρακογραφία >
ἀνθρακοβάτης
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[-ᾰ-]
que anda sobre brasas ardientes
Rom.Mel.63.
ιηʹ
.8, Ps.Steph.p.201.15.