< ἀνθοσύνη
ἀνθοτρόφος >
ἀνθοτόκος
,
-ον
que hace nacer las flores
del agua
σῷ δέματι ῥίυ (l. ῥείοι) ἀνθοτόκο(ν) (λ)ιβάδα
IMEG
20.6 (II a.C.).