ἀνθοπλίζω
1 en v. med. armarse a su vez
καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντοX.HG 6.5.7,
ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντοPolyaen.1.14
•perf. estar armado contra o frente a
ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοιjinetes frente a jinetes estaban armados E.Supp.666,
ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖαX.Oec.8.12.
2 en v. act. armar a su vez, oponer fig.
τὸν Μωσέα τῷ ΠαύλῳIsid.Pel.Ep.M.78.801B,
δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳCyr.Al.M.77.476A.