< ἀνθεμοφόρον
Ἀνθέμων >
ἀνθεμώδης
,
-ες
florido
μελίλωτος
Sapph.96.14,
Νεῖλος
B.19.39,
ἔαρ
A.
Pr
.455,
Τμῶλος
E.
Ba
.462,
λειμών
Ar.
Ra
.450.