ἀνθελκύω
llevar de una parte a otra
αὐτὸν καὶ τὴν γυναῖκα ... ἀνθήλκ[υσεBGU 1571.23 (I d.C.),
ἵνα τὸν Ἀννίβαν ἀπὸ τῆς Ἰταλίας ἀνθελκύσῃD.C.Epit.9.11.6.
αὐτὸν καὶ τὴν γυναῖκα ... ἀνθήλκ[υσεBGU 1571.23 (I d.C.),
ἵνα τὸν Ἀννίβαν ἀπὸ τῆς Ἰταλίας ἀνθελκύσῃD.C.Epit.9.11.6.