ἀνθαιρέομαι
1 escoger, elegir en lugar de c. ac. de pers.
ἄλλονCID 1.9c.8 (IV a.C.), GDI 2049.17 (Delfos III a.C.),
στρατηγοὺς ... ἔπαυσαν ... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντοTh.6.103, 8.76,
ἄλλους ἀνθαιρεῖσθα[ι ὡς τάχιστ]αIStratonikeia 1101.11 (II d.C.), cf. Pl.Lg.765d, X.HG 6.2.13
•en v. pas. ser elegido
ἕτεροι δὲ ὕπατοι ... ἀνθαιρεθέντεςD.C.Epit.8.20.8, cf. 43.46.2.
2 c. ac. de cosa o abstr. y gen. anteponer, preferir
τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦE.Cyc.311,
Διὸς δ' ἀνθείλετο πόντονCall.Del.248
•c. ac. solo preferir
τὰν δ' εὔδοξον ... φήμανE.Hipp.773
•disputar
οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεταιnadie te disputará la corona E.Hec.660.