ἀνηρέμητος, -ον
1 que no tiene reposo de los astros, Corn.ND 26, de los átomos, S.E.M.3.5.
2 adv. -ως sin reposo, ininterrumpidamente
τὰ γὰρ συγκριτικὰ τῶν σωμάτων οὔτε κινεῖται ... ἀνηρεμήτωςS.E.M.10.223.
τὰ γὰρ συγκριτικὰ τῶν σωμάτων οὔτε κινεῖται ... ἀνηρεμήτωςS.E.M.10.223.