ἀνηλεής, -ές
• Alolema(s): ἀνηλής Alcm.102; adv. ἀνελεώς PLips.39.12 (IV d.C.)
• Morfología: [ac. poét. ἀνηλέα GVI 1522.3 (Cirene II d.C.), gen. ἀνηλέος Man.1.263]


1 despiadado ἀνάγκα Alcm.l.c., de pers. βάρβαρος ἀνηλεής τε Men.Epit.899, ἐγώ Aeschin.2.163, Ἄρης Man.l.c., αὐτόν Parth.14.2, ἦτορ Call.Del.106, ἔλεφας LXX 3Ma.5.10, σφαγή App.Mith.38, νύξ GVI l.c., cf. Phryn.PS 46.

2 adv. -εῶς despiadadamente ἀποκτείνειν ἀ. And.4.39, cf. D.C.47.8.1, τοῦ συνειδότος ἀνηλεῶς βασανίζοντος Pall.V.Chrys.M.47.78, τύψας μέ [ἀν]ελεῶς PLips.l.c.
con desagrado ὁκόσοι τὸν οἶνον πίνουσιν ἀνηλεῶς Hp.Aff.40.