< ἀνηβότης
ἀνηγέομαι >
ἀνηγεμόνευτος
,
-ον
que carece de guía
,
ingobernado
del alma
, Ph.1.337,
οἰκίαι
Ph.1.696,
κόσμος
Luc.
Icar
.9, cf.
ITr
.46,
φυρμός
M.Ant.12.14.