< ἀνευφρόσυνος
ἀνεφάμιλλος >
ἀνεύχομαι
retractarse de una súplica
ἀνευχόμενοι ἅττ' ἂν τὸ πρῶτον εὔξωνται
Pl.
Alc
.2.142d, cf. 148b.