< ἀνειδωλοποιΐα
†ἀνειέτῃσι· >
ἀνείδωλος
,
-ον
que no va acompañado de sueños
τοῦ σώματος φυσικαὶ κινήσεις
Euagr.Pont.M.40.1248A,
κίνημα καρδίας
Marc.Er.
Opusc
.M.65.921D.