< ἀνέφοδος
ἀνεφριτικός >
ἀνεφόρητος
,
-ον
no envidiado
ἐνθ[ά]δε κεῖμαι βιώσας ἔτη ..., ἀνεφόρ[η]τος εὐδαίμων
SEG
19.372b.7 (Tespias, Beocia III/IV d.C.).