ἀνεστραμμένως


adv.

1 inversamente, al revés al πάντ' ἀ. κρίνεται Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.556), εἴρηται EM 584.21G.

2 perversamente δαινεκθέντες (sic) PTeb.25.17 (II d.C.).