ἀνερεύγω
1 tr. vomitar, devolver
τὰ σιτίαHp.Salubr.7,
τι τᾶς χολᾶςMen.Asp.451,
ἀτμόνNonn.D.1.239,
ἰωήνNonn.D.1.485
•fig. proferir
ὀμφαίης ἀνερεύγετο θέσφατον ἠχοῦςNonn.D.6.89.
2 intr. en v. med. desembocar
ποταμοὶ ἀνερευγόμενοι εἰς θάλασσανArist.Mu.392b16, cf. A.R.2.744.