< ἀνερεθίζω
ἀνέρεικτος >
ἀνερείδω
apoyar
τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί
Aristaenet.1.22.41, cf. Hsch.s.u.
ἀναχραύω
.