ἀνερευνάω
• Alolema(s): ἀνεραυνάω POxy.1468.18 (III d.C.)
investigar, examinar
τὰ ὄνταDemocr.B 5.2,
λόγουςPl.Phd.63a, cf. Lg.816c, Plu.2.522f,
ἔγγραφαPOxy.l.c.,
παθῶν ῥίζαι ... ἀνερευνῶνταιI.BI 2.136
•indagar, buscar
τοὺς σφαγέας τοῦ ΚαίσαροςI.AI 19.122
•abs. inspeccionar, espiar
κατὰ πᾶν τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδονLXX 4Ma.3.13.