ἀνεπίφθονος, -ον
I
ἔγχοςS.Tr.1033,
χάριτεςPlu.2.808b, de pers., Plb.11.10.3
•subst.
πολλὰ ... δίκαια καὶ ἀνεπίφθονα (δεδιῄτημαι)Th.7.77,
τῆς διαίτης τὸ ἀ.vida que nada tiene que envidiar, excelente Luc.Nigr.14
•impers. ἀ. ἐστί no es reprochable c. inf., Th.1.75, 8.50, D.8.71, 18.321, 59.15.
2 carente de envidia
πρόκλησιςIsoc.15.100,
ἔπαινοςLuc.Pr.Im.23, Onas.praef.10.
II adv. -ως sin dar lugar a envidia
(τὴν ἀρχήν) ἀ. κατεστήσατοTh.6.54,
ἀ. εἰπεῖνIsoc.15.8,
ἀ. ἄρχεινPlu.Cam.1.