< ἀνεπίφαντος
ἀνεπιφθόνητος >
ἀνεπίφατος
,
-ον
1
ἀ.· ἀπροσδόκητον καὶ ἀμιγές
Hsch.
2
adv. -ως
inesperadamente
ἀ. καὶ ἀφωράτως κατάγεται
Ph.2.521, cf. Sud.