ἀνεπίτευκτος, -ον
1 fracasado, fallido Sch.E.Ph.1382,
ἀνεπίτευκτοι καὶ ἀτιμώρητοιPtol.Tetr.3.14.7
•c. gen.
βίον ... ἀνεπίτευκτον ἀγαθῶνVett.Val.173.14.
2 adv. -ως sin éxito
ἀ. ἔχειHeph.Astr.3.20.2.
ἀνεπίτευκτοι καὶ ἀτιμώρητοιPtol.Tetr.3.14.7
βίον ... ἀνεπίτευκτον ἀγαθῶνVett.Val.173.14.
ἀ. ἔχειHeph.Astr.3.20.2.