ἀνεπίτατος, -ον
1 que no puede ser aumentado
ἀκρότηςS.E.M.10.272,
ἕξειςPorph.in Cat.138.5,
διαφορὰ ἀ. καὶ ἀνάνετοςPorph.Intr.20.4,
διάθεσιςChrysipp.Stoic.2.129.
2 adv. -ως sin aumento
ὅλον ἤδη κεκτημένον ἀνελαττώτως καὶ ἀ.Procl.Inst.52
•sin tensión
ἀ. τὴν ... χαρακτεριζομένην τῆς ψυχῆς διάθεσινAmmon.in Int.11.26.