< ἀνεπιμιξία
ἀνεπιμώμητος >
ἀνεπίμονος
,
-ον
de efecto poco duradero
μονόκωλος λόγος
Plu.2.7b
•
de pers.
inconstante
ταῖς πράξεσιν
Vett.Val.40.22.