ἀνεπίληπτος, -ον
I
συγγραφαίUPZ 162.7.15 (II a.C.), cf. PTeb.5.48 (II a.C.)
•no sometido a control
ἐξουσίαD.H.2.14.
2 de pers. no expuesto a ser acusado, irreprochable de Nicias, Th.5.17,
ΠέρσαιX.Cyr.1.2.15,
διαφύλαξαν ἀνεπιλήπτους ἑαυτούςPlb.30.7.6,
οἱ ... ἀπὸ ΠύρρωνοςAenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a,
ἢν δὲ ... καθαρὸς ὑμῖν καὶ ἀνεπίληπτος εὐρίσκωμαιLuc.Pisc.8,
οἱ σύμμαχοιPh.2.132
•de abstr. perfecto, irreprochable
τὸ λεγόμενονPl.Phlb.43c,
δοκιμασίαPh.2.362,
τέχνηPh.1.15, D.Chr.12.66,
νόμος φύσεωςPh.1.349,
προαίρεσιςPlb.14.2.14.
3 subst. τὸ ἀνεπίληπτον la perfección
τῆς ὀροφῆς ... τὸ ἀ.Luc.Dom.7.
II adv. -ως sin peligro
ἀ. πορεύεσθαιX.An.7.6.37.