ἀνεπίκλητος, -ον
I sin tacha de pers., X.Cyr.2.1.22,
ἀνεπικλητότερον ... ἈγησίλαονX.Ages.1.5
•de abstr. inquebrantable
πίστιςI.AI 18.337
•limpio
ὑφάσματαPOxy.1428.9 (IV d.C.).
II adv. -ως
1 irreprochablemente
ἀ. πάντα ἀπέδειξενD.C.39.22.4.
2 sin presentar una denuncia
πρέσβεις ... ἀπῆλθον ἐπ' οἴκου ἀνεπικλήτωςTh.1.92.