ἀνεπίδικος, -ον
jur. sin necesidad de haber hecho un proceso de ἐπιδικασία, no sujeto a litigio, incontestado
ἀνεπίδικα ἔχουσι τὰ ... πατρῷαIs.3.59,
ἐκ γένους παρειληφότες τὴν ἀγχιστείαν ἀνεπίδικονIs.8.34,
κλῆροςD.46.22, Is.6.4, cf. Poll.3.33.